- ἐπιτακτός
- ἐπῐτακτός1 appointed
ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον P. 4.236
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον P. 4.236
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επίτακτος — η, ο (Α ἐπίτακτος, ον) [επιτάσσω] νεοελλ. αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.) αρχ. 1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος,… … Dictionary of Greek
επίτακτος — η, ο που επιτάχτηκε, ο επιταγμένος, που του έγινε επίταξη σε ώρα πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτακτόν — ἐπιτακτός masc/fem acc sg ἐπιτακτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτοί — ἐπιτακτός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτά — ἐπιτακτός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτοις — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτου — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen sg ἐπιτάκτης commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτους — ἐπίτακτος enjoined masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτων — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτακτα — ἐπίτακτος enjoined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του επιτάσσω), που έχει επιταχτεί, που του έχει γίνει επίταξη, ο επίτακτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)